Πέμπτη 12 Σεπτεμβρίου. Στο ελληνικό Φαρ Ουέστ.

Κοιμήθηκα κάπου μέσα στο δάσος στους πρόποδες του Μπέλες, με φόντο τις φωνές των τσακαλιών που δεν σταμάτησαν όλη τη νύχτα σχεδόν. Στο ζεστό πρώτο πρωινό φως το ποδήλατό μου κυλά προς τον επόμενο στόχο του ταξιδιού μου, που δεν είναι άλλος από τη λίμνη Δοϊράνη.

Για τον ποδηλάτη κάθε ανηφόρα οδηγεί σε μία νέα κορυφή, σε ένα νέο "Θαβώρ" όπου θα δει το φως το αληθινό.

Στο δροσερό πρωινό ανακαλύπτω τον εαυτό μου να σουλατσάρει χαλαρά μέσα στα χωριουδάκια της παραλίμνιας περιοχής της Δοϊράνης, συναντώντας κάθε λίγο πινακίδες για χωριά και τοποθεσίες που σχετίζονται με τη βλάστηση: Ακακίες, Συκαμινιά, Μουριές, Πλατανιές, Χίλια Δένδρα. Η περιοχή έχει μια βλάστηση για την οποία ο πλησιέστερος χαρακτηρισμός που αρμόζει είναι το "οργιαστική". Ο στενός δρομάκος ελίσσεται μέσα σε έναν καταπράσινο επίγειο παράδεισο με χωράφια, οικισμούς, σπίτια και αυλές με δέντρα και φρούτα, σύκα, σταφύλια, μήλα κλπ.


Έχοντας χάσει την αίσθηση του χρόνου καταμεσής σε αυτόν τον αναπάντεχο πράσινο παράδεισο, αναζητώ τη διαδρομή που θα με βγάλει προς την ΒΑ ακτή της λίμνης, στην περιοχή την χαρακτηρισμένη ως περιοχή προστασίας "Υδροχαρές Δάσος Μουριών". Συναντώ μια ξύλινη πύλη προς μία περιφραγμένη έκταση, με παλιές χαλασμένες πινακίδες. Δεν υπάρχει πουθενά κοντά ψυχή ζώσα και ο χώρος όλος αποπνέει την αίσθηση μιας θλιβερής εγκατάλειψης.


Μια ερώτηση. Αν και τα τροχοφόρα και οι πεζοί απαγορεύονται, πώς ένας άνθρωπος θα μπει; Πετώντας; Δεύτερη ερώτηση (πιο σοβαρή): σε έναν τόπο σαν αυτόν πόσο θα βοηθήσει η παθητική προστασία;

Βρίσκομαι μπροστά σε ένα ξεχασμένο μνημείο της φύσης, στην κυριολεξία. Περπατώ για λίγο στο χώρο με εξερευνητική διάθεση. Ένα αυτοκίνητο καταφθάνει έξω από την παλιά ξύλινη πύλη. Ο άνθρωπός μου από τον οποίο θα πάρω πληροφορίες. Το πάρκο κατασκευάστηκε από τη Δασική Υπηρεσία ως πρότυπος χώρος αναψυχής και ήταν γνωστό σε όλη την Ελλάδα από όπου κατέφθαναν πολλοί επισκέπτες. Το πάρκο το διαχειρίζονταν η τοπική κοινότητα πολύ καλά, αλλά όταν έγινε η ανακατανομή των δήμων δηλ. από το λεγόμενο σχέδιο Καποδίστριας και μετά και το μέρος πέρασε στη δικαιοδοσία του δήμου Κιλκίς, όλα εγκαταλείφθηκαν. Κατάγεται από τη Ρωσία και ήρθε στην Ελλάδα πριν χρόνια. Εργάζεται εδώ, με οκταμηνιαία σύμβαση, που όταν λήξει δεν ξέρει τι θα γίνει, ούτε αυτός ούτε το πάρκο. Μόνος του έρχεται και δουλεύει όποτε μπορεί, προσπαθώντας να φροντίσει τον χώρο, αλλά δεν αρκεί αυτό, καθώς το χορτάρι βγαίνει συνέχεια και η άγρια βλάστηση καταπνίγει τα πάντα. Κόβει συνεχώς με το χορτοκοπτικό, αλλά θα έπρεπε πέντε άτομα να δουλεύουν έτσι όλο το χρόνο σχεδόν για να κρατήσουν το πάρκο από το χόρτο. Με ξεναγεί και μού εξηγεί για την ιστορία της λίμνης.





Βγαίνω δίπλα στην ακτή της λίμνης, όπου με περιμένει ένα πρωτόγνωρο και αλλόκοσμο τοπίο. Δυο ντόπιοι με ένα τρακτέρ αγωνίζονται να ρίξουν κάτω ένα μεγάλο ξερό δέντρο. Το δασαρχείο επιτρέπει στους περίοικους να παίρνουν καύσιμη ξυλεία από τα ξερά δέντρα του παραλίμνιου δάσους, συγκεκριμένη περίοδο του έτους μόνο. Βέβαια πρόκειται για ξυλεία καθόλου αξιόλογη, καθώς προέρχεται από λεύκες και άλλα υδροχαρή, που έχει μικρή θερμαντική ικανότητα και δεν κρατά κάρβουνο.



Τα τελευταία πεντέξη περίπου χρόνια η στάθμη της λίμνης ανέβηκε, για κλιματικούς λόγους, και επίσης σημειώνεται σημαντική διακύμανση της στάθμης μέσα στο χρόνο, όπως φαίνεται και από το σημάδι του νερού στον τοίχο του παλιού κτιρίου της ιχθυόσκαλας.


Το κτίριο αυτό κατασκευάστηκε από το ελληνικό κράτος για τον έλεγχο της αλιείας στη λίμνη, έγινε δηλ. για να το πούμε στα απλοελληνικά... για τις εισπράξεις. Όμως οι ψαράδες κατάλαβαν το πράγμα και το σαμποτάρισαν, δηλ. κανένας δεν πήγαινε να παραδώσει ψάρια! Μέσα σε έναν μήνα η ιχθυόσκαλα απλά... έκλεισε! Ήρθε και η αύξηση της στάθμης, οπότε το σενάριο έδεσε μια χαρά, και το κτίριο αυτό μέχρι σήμερα υπάρχει εδώ, αναδυόμενο μέσα από το νερό, σαν αδιάψευστος μάρτυρας της ιστορίας στη Χώρα της Ανοργανωσιάς και της Απέραντης Βλακείας.







Βρισκόμαστε σε παραμεθόριο περιοχή.

Με τη σκέψη ακόμη στον ευσυνείδητο Ρωσοπόντιο, για το πώς ήρθε σε έναν ξένο τόπο να ζήσει και τον έκανε δικό του, συνεχίζω να βολτάρω ηδονικά στην παραλίμνια περιοχή της ανατολικής ακτής, απολαμβάνοντας τα τοπία, με τη περιστασιακή θέα των βόρειων ακτών της FYROM. Σε ένα υπόστεγο βλέπω σταματημένο ένα περίεργο κόκκινο όχημα με μία δεξαμενή χημικών στην καρότσα. Δύο φερέλπιδες νέοι απολαμβάνουν τη θέα και τραβάνε σέλφις με ιδιαίτερα χαρούμενη διάθεση. Δουλεύουν για ιδιωτική εταιρεία, που έχει σύμβαση με την περιφερειακή διοίκηση για την καταπολέμηση των κουνουπιών. Οι γνωστές κεδροφόρες μπίζνες των ΣΔΙΤ, μάλιστα. Περνάνε υπέροχα. Εκδρομούλες, σέλφις στο φέισμπουκ, χαβαλές, και όταν βρουν πουθενά καμία λακούβα ρίχνουν λίγο υγρό με το μπεκ και φεύγουν. Αυτές είναι δουλειές. Όχι να κάθεσαι να σκοτώνεσαι με το χορτοκοπτικό στη φασαρία και τη βρώμα, ας μην λέμε ό,τι θέλουμε τώρα.






Επίγραμμα σε βρύση στη Δοϊράνη λίγες δεκάδες μέτρα από το συνοριακό φυλάκιο, με "Το Νερό" του Γιάννη Ρίτσου.

Μέσα στη κάψα του μεσημεριού, αφήνω πίσω μου τον λιμναίο κόσμο της Δοϊράνης και έχοντας ως στόχο το Πολύκαστρο εισέρχομαι σε έναν κόσμο εντελώς διαφορετικό. Αυτή είναι η μαγεία του ελληνικού τοπίου, ο αισθητικός πλούτος, η ποικιλομορφία, η διαρκής αλλαγή, το ότι ζεις σε διαφορετικούς χώρους μέσα στην ίδια μέρα. Σε μία καταλυτική ερημία, σε άδειους δρόμους και χωρίς να συναντώ παρά σπάνια και μόνο αυτοκίνητα ή ανθρώπους, σε μια ησυχία όπου το μόνο που ακούω είναι το χάδι του αγέρα, φουλάρω με καύσιμα την ψυχή μου και την αφήνω να περιπλανηθεί ελεύθερα στους γαλανούς ορίζοντες, στα κίτρινα απέραντα χωράφια και τους μακρινούς λόφους. Το τοπίο είναι ένα πραγματικό Φαρ Ουέστ... για την ακρίβεια είναι το ακριτικό ελληνικό Φαρ Νορθ. Ρίχνω μια ματιά στο χάρτη για να συνειδητοποιήσω πού βρίσκομαι. Βρίσκομαι χαμένος κάπου στην παραμεθόριο ζώνη στα βόρεια του νομού Κιλκίς.











Περνώντας τον ποταμό Αξιό ανάμεσα στο Πολύκαστρο και την Αξιούπολη, θα βρεθώ να σκαρφαλώνω σε έναν έρημο δρόμο για τον ακριτικό Φανό προς τα μέρη της Ειδομένης. Ο δρόμος ανεβαίνει μέσα σε αλλεπάλληλους λόφους και βουνά, που καλύπτονται από βελανιδιές και άλλη ποικίλη βλάστηση. Η κίνηση στο δρόμο είναι σχεδόν ανύπαρκτη και σε μία στιγμή εκπλήσσομαι όταν βλέπω έναν ποδηλάτη με βαρυφορτωμένο ποδήλατο να έρχεται σα σίφουνας στην κατηφόρα. Πριν λίγες ώρες μπήκε στην Ελλάδα από τη FYROM και για να αποφύγει τον αυτοκινητόδρομο ακολουθεί αυτή τη διαδρομή προς το νότο ψάχνοντας ένα μέρος να διανυκτερεύσει. Δεν θα τού είναι δύσκολο καθόλου, όπως και εγώ εύκολα βρίσκω ένα μέρος σε ένα παρκάκι στην είσοδο του Φανού. Οι άνθρωποι είναι φιλόξενοι, έχοντας συνηθίσει την παρουσία ξένων τα τελευταία χρόνια σε αυτό το μέρος. Πολλοί μετανάστες περνούν για να φτάσουν στα σύνορα, τέσσερα χιλιόμετρα προς τα βόρεια. Όμως οι Σκοπιανοί έφτιαξαν ένα τείχος και πλέον συσσωρεύονται τα πλήθη και κανείς δεν γνωρίζει τι τεύξεται η επιούσα. Όλοι σχεδόν οι απομένοντες κάτοικοι του χωριού είναι συνταξιούχοι. Παλιότερα ο κόσμος ασχολούνταν κυρίως με τα αμπέλια και την παραγωγή κρασιού, αλλά σήμερα οι νέοι έχουν εγκαταλείψει το χωριό.




> Επόμενο


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου